πίτνω

πίτνω
πίπτω
Exc. ex libris Herodiani
pres subj act 1st sg
πίπτω
Exc. ex libris Herodiani
pres ind act 1st sg
πίτνημι
fly
pres imperat mp 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πίτνω — (I) Α (δ.τ.) πίτνημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. θεματική μορφή τού αθέματου ενεστ. πίτνημι*]. (II) Α (ποιητ. τ.) πίπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστ. πίτνω έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα πτ τής ρίζας *pet τού πίπτω* με φωνήεν στήριξης ι (πρβλ. κίρ… …   Dictionary of Greek

  • πιτνῶ — πίτνημι fly pres subj act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιπίπτω — ἀμφιπίπτω (και ποιητ. πίτνω) (Α) 1. ορμώ και αγκαλιάζω κάποιον θερμά 2. ασπάζομαι, χαιρετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πίπτω] …   Dictionary of Greek

  • παραπιτνώ — άω, Α (αντί παραπετάννυμι) κρεμώ κάτι ως παραπέτασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πίτνω (Ι), δ. τ. τού πίτνημι, ποιητ. τ. τού πετάννυμι] …   Dictionary of Greek

  • περιπίτνω — Α (ποιητ. τ.) περιπίπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πίτνω, ποιητ. τ. τού πίπτω] …   Dictionary of Greek

  • προπίτνω — Α (ποιητ. τ.) πέφτω πρηνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πίτνω, ποιητ. τ. τού πίπτω] …   Dictionary of Greek

  • προσπίτνω — Α (ποιητ. τ.) 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι, κυρίως στη σκηνή 3. (για πράγματα) πέφτω επάνω, επιπίπτω* («ἰοὶ προσπίπτοντες ὤλλυσαν», Αισχύλ.) 4. (για ψυχικά πάθη) επέρχομαι, συμβαίνω («τί σοι φρενῶν… …   Dictionary of Greek

  • pet-1, pet-, petǝ- —     pet 1, pet , petǝ     English meaning: to open wide (the arms)     Deutsche Übersetzung: “ausbreiten”, especially die Arme     Material: Av. paϑana “wide, breit” (das ϑ after pǝrǝϑu ds.); Gk. Aor. πετάσσαι, πετάσαι, thereafter πετάννῡμι… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • pet-2, petǝ- : ptē-, ptō- (Gk. ptā-) —     pet 2, petǝ : ptē , ptō (Gk. ptā )     English meaning: to fall; to fly     Deutsche Übersetzung: “auf etwas los or niederstũrzen, fliegen, fallen”     Material: O.Ind. pátati “flies, wirft sich, fällt” (= πέτομαι, Lat. petō, O.Welsh… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”